objectif - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

objectif - translation to γαλλικά


objectif         
1. { adj } ({ fém } - objective)
1) объективный
réalité objective {филос.} — объективная действительность
la droite objective — объективно правые партии ( невзирая на их названия )
2) предметный
verre objectif { уст. }; см. objectif 2. 1) point objectif {воен.} {уст.} — цель
3) {лингв.} объектный
génitif objectif — объектный генитив
2. {m}
1) объектив
2) цель, задача
avoir pour objectif, se poser comme objectif — иметь целью, поставить себе целью
3) {воен.} цель, объект; точка прицеливания; рубеж ( при наступлении )
objectif         
1. объективный ( напр., признак ) 2. {m}
объектив ( микроскопа )
objectif         
m
объектив

Βικιπαίδεια

Objectif
Le mot objectif possède plusieurs significations :
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για objectif
1. Cet objectif de 15% est un objectif de guerre civile.
2. La sélection se base davantage sur un benchmark objectif, souvent sur un indice ou un objectif de rendement.
3. Notre point de départ était un objectif de puissance, et en parall';le, un objectif de performance.
4. Le Hamas poursuit, de fait, deux objectifs principaux: un objectif de politique «intérieure» et un objectif de politique extérieure, militaire.
5. Il a annoncé qu‘il souhaitait passer d‘un objectif en quantité ŕ un objectif en valeur pour les contrefaçons.